- αποσχαλιδωμα
- ἀποσχαλίδωμαἀπο-σχᾰλίδωμα-ατος τό развилка, рогатка (для установки звероловной сети) Xen.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αποσχαλίδωμα — ἀποσχαλίδωμα, το (Α)[σχαλίς] δικρανοειδές τεμάχιο ξύλου για να στηρίζονται τα κυνηγετικά δίχτυα … Dictionary of Greek
ἀποσχαλιδώματα — ἀποσχαλίδωμα forked piece of wood for propping hunting nets neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)